- ροπαλοφόρος
- -α, -ο / ῥοπαλοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και ροπαλοφόρος Ναυτός που κρατά ρόπαλο, ο οπλισμένος με ρόπαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥοπαλοφόρος — club bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροπαλοφόρος — α, ο αυτός που κρατά ρόπαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
κορυνήτης — ο (Α κορυνήτης) οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.] … Dictionary of Greek
κορυνηφόρος — ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, ον) αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες τού Πεισιστράτου β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη… … Dictionary of Greek
κορυνομάχος — κορυνομάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ξιφο μάχος] … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek